πλεοχροϊσμός

πλεοχροϊσμός
ο, Ν
(κρυσταλλ.-φυσ.)
η εκλεκτική απορρόφηση, από διαφόρους κρυστάλλους, φωτός που κραδαίνεται σε διαφορετικά επίπεδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleochroism (< pleochroic «πλεοχροϊκός» + -ism)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυχροϊσμός — και πολυχρωισμός, ο, Ν πλεοχροϊσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polychroism < πολυ * + χρο / χρω (< χρώς «χρώμα») + κατάλ. ism (πρβλ. ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αντ. Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

  • διοψίδιος — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των μονοκλινικών πυροξένων. H χημική του σύσταση είναι CaMg (Si2O6). Η ονομασία του προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει δύο όψεις, επειδή το ορυκτό εμφανίζει διαφορετικά χρώματα ανάλογα με την πηγή φωτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”